φυγόποινος

φυγόποινος
-η, -ο, θηλ. και -ος, Ν
αυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. β' -φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό-ποινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φυγόποινος — η, ο αυτός που αποφεύγει την έκτιση της ποινής του, κατάδικος που δε βρίσκεται στη φυλακή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”