- φυγόποινος
- -η, -ο, θηλ. και -ος, Ναυτός που αποφεύγει να εκτίσει την ποινή η οποία τού έχει επιβληθεί από δικαστήριο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- τού αορ. β' ἔ-φυγ-ον τού ρ. φεύγω*) + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιό-ποινος].
Dictionary of Greek. 2013.